εμφυτευτής

εμφυτευτής
ο юр. арендующий поместье с правом длительного пользования (при условии ежегодной выплаты арендной платы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εμφυτευτής" в других словарях:

  • ἐμφυτευτής — holder of such an estate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφυτευτής — ο (AM ἐμφυτευτής) αυτός που νοικιάζει με μακροχρόνια μίσθωση ξένο κτήμα με δικαίωμα να το καλλιεργεί, να δημιουργεί φυτεία σ αυτό νεοελλ. αυτός που φυτεύει …   Dictionary of Greek

  • ἐμφυτευταῖς — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευταί — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτῇ — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτήν — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτῶν — ἐμφυτευτής holder of such an estate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυτευτάς — ἐμφυτευτά̱ς , ἐμφυτευτής holder of such an estate masc acc pl ἐμφυτευτά̱ς , ἐμφυτευτής holder of such an estate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»